- καθημένων
- κάθημαιto be seatedperf part mid fem gen plκάθημαιto be seatedperf part mid masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TONSOR — inter familiares fuit. Ovid. l. 11. Metam. v. 182. Sed solitus longos ferrô resecare capillos Viderat hoc famulus. Quô proin ministeriô domesticô functus est Pantagathus ille, cuius Epitaphium cecinit Martialis, l. 6. Et quidem apud romanos diu… … Hofmann J. Lexicon universale
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
κλινοθέσιο — το τεχνολ. είδος σιδηροδρομικού επιβατικού οχήματος, ενδιάμεσο μεταξύ τής κλασικής επιβατάμαξας με θέσεις καθήμενων και τής κλινάμαξας, κν. κουσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θέσιο (< θέτης < τίθημι). Η λ. είναι απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek